- περιρραντής
- περιρραν-τής, οῦ, ὁ,A sprinkler, temple-official at Sardes, BMus.Inscr.1031 (= Sardis 7(1).117, i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιρραντής — ὁ, Α [περιρραίνω] αξιωματούχος ναού στις Σάρδεις που εκτελούσε ραντισμούς … Dictionary of Greek